προδιατυπώ

προδιατυπώ
-όω, Α
1. διατυπώνω, εκφράζω κάτι σε γενικές γραμμές εκ τών προτέρων
2. προσχεδιάζω («ἡ ἐν τῷ ἀρχιτεκτονικῷ προδιατυπωθεῑσα πόλις», Φίλ.)
3. παθ. προδιατυποῡμαι, -όομαι
προδιαγράφομαι σε γενικές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διατυπῶ «διατυπώνω, διαμορφώνω, καθορίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προδιατύπωσις — ώσεως, ἡ, Α [προδιατυπῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προδιατυπῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”